αδεκάτευτος

αδεκάτευτος
αδεκάτευτος, -η, -ο και αδεκάτιστος, -η, -ο
αυτός που δεν πληρώνει το φόρο της δεκάτης: Στην τουρκοκρατία ορισμένα ορεινά χωριά έμεναν αδεκάτευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδεκάτευτος — ἀδεκάτευτος, ον (Α) [δεκατεύω] αυτός που δεν υπόκειται στον φόρο τής δεκάτης*, ο αφορολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ἀδεκάτευτος — tithe free masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάτευτον — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem acc sg ἀδεκάτευτος tithe free neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκατεύτοις — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκατεύτους — ἀδεκάτευτος tithe free masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδεκάτιστος — η, ο [δεκατίζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μεγάλες απώλειες ή φθορές 2. αδεκάτευτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”